ἀντιπρόσωπος — with the face towards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπρόσωπος — ο (AM ἀντιπρόσωπος) νεοελλ. 1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου 2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό 3. «αντιπρόσωπος εμπορικός»… … Dictionary of Greek
ἀντιπροσώπως — ἀντιπρόσωπος with the face towards adverbial ἀντιπρόσωπος with the face towards masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπροσώπους — ἀντιπρόσωπος with the face towards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπρόσωποι — ἀντιπρόσωπος with the face towards masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek